- καθαγεμών
- καθαγεμών, ὁ (Α) (δωρ. τ. αντί καθηγεμών) αρχηγός, ηγέτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθηγεμών — καθηγεμών, όνος, ό, ή (AM, Α ιων. τ. κατηγεμών, δωρ. καθαγεμών) [καθηγοῡμαι] 1. ηγεμόνας 2. δάσκαλος, καθοδηγητής («καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς», Πλούτ.) αρχ. 1. ο επικεφαλής, ο οδηγός («καθηγεμὼν τῆς ὁδοῡ», Ηρόδ.) 2. αρχηγός, εξουσιαστής («Ἀράτῳ… … Dictionary of Greek